παπυρολόγος

παπυρολόγος
ο, η
ειδικός επιστήμονας της παπυρολογίας: Υπάρχουν αρκετοί παπυρολόγοι στα ξένα πανεπιστήμια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παπυρολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στην παπυρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. papyrologist (< πάπυρος + λόγος*)] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Πάουλ Μάρτιν — (Paul Martin Mayer, Αμβούργο 1866 – Βερολίνο 1935). Γερμανός παπυρολόγος και νομικός. Αφού στην αρχή ασχολήθηκε με πολύπλοκα προβλήματα της επιστήμης του δικαίου, από το 1900 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην παπυρολογία, στην έδρα της οποίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”